γαντζωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαντζωμένος η γαντζωμένη το γαντζωμένο
      γενική του γαντζωμένου της γαντζωμένης του γαντζωμένου
    αιτιατική τον γαντζωμένο τη γαντζωμένη το γαντζωμένο
     κλητική γαντζωμένε γαντζωμένη γαντζωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαντζωμένοι οι γαντζωμένες τα γαντζωμένα
      γενική των γαντζωμένων των γαντζωμένων των γαντζωμένων
    αιτιατική τους γαντζωμένους τις γαντζωμένες τα γαντζωμένα
     κλητική γαντζωμένοι γαντζωμένες γαντζωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαντζωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γαντζώνω

Μετοχή

γαντζωμένος, -η, -ο

  • που κρατιέται σφιχτά πάνω σε κάτι ή κάποιον

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.