κουμπάρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουμπάρος | οι | κουμπάροι |
| γενική | του | κουμπάρου | των | κουμπάρων |
| αιτιατική | τον | κουμπάρο | τους | κουμπάρους |
| κλητική | κουμπάρε | κουμπάροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουμπάρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουμπάρος < βενετική compare[1] ή ιταλική compare[2] < υστερολατινική compatrem, αιτιατική του compater < com- + pater
Προφορά
- ΔΦΑ : /kumˈba.ɾos/ και σε γρήγορο λόγο: /kuˈba.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐μπά‐ρος
Ουσιαστικό
κουμπάρος αρσενικό (θηλυκό κουμπάρα)
Συγγενικά
- διπλοκουμπαριάζω
- κουμπάρα
- κουμπαριά
- κουμπαριάζω
- κουμπάριασμα
- κουμπαριλίκι
- κουμπαρούλα
- κουμπαρούλης
- παρακούμπαρος, παρακουμπάρος
- → δείτε τη λέξη πατέρας
Δε σχετίζεται ο κουμπαράς.
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- κουμπάρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.