κουμπαρούλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουμπαρούλης | οι | κουμπαρούληδες |
| γενική | του | κουμπαρούλη | των | κουμπαρούληδων |
| αιτιατική | τον | κουμπαρούλη | τους | κουμπαρούληδες |
| κλητική | κουμπαρούλη | κουμπαρούληδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουμπαρούλης < κουμπάρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Μεταφράσεις
κουμπαρούλης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.