κουμπαριάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουμπαριάζω < κουμπαρι(ά) + -άζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /kum.baɾˈʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐μπα‐ριά‐ζω
Ρήμα
κουμπαριάζω, αόρ.: κουμπάριασα (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κουμπαριάζω | κουμπάριαζα | θα κουμπαριάζω | να κουμπαριάζω | κουμπαριάζοντας | |
| β' ενικ. | κουμπαριάζεις | κουμπάριαζες | θα κουμπαριάζεις | να κουμπαριάζεις | κουμπάριαζε | |
| γ' ενικ. | κουμπαριάζει | κουμπάριαζε | θα κουμπαριάζει | να κουμπαριάζει | ||
| α' πληθ. | κουμπαριάζουμε | κουμπαριάζαμε | θα κουμπαριάζουμε | να κουμπαριάζουμε | ||
| β' πληθ. | κουμπαριάζετε | κουμπαριάζατε | θα κουμπαριάζετε | να κουμπαριάζετε | κουμπαριάζετε | |
| γ' πληθ. | κουμπαριάζουν(ε) | κουμπάριαζαν κουμπαριάζαν(ε) |
θα κουμπαριάζουν(ε) | να κουμπαριάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κουμπάριασα | θα κουμπαριάσω | να κουμπαριάσω | κουμπαριάσει | ||
| β' ενικ. | κουμπάριασες | θα κουμπαριάσεις | να κουμπαριάσεις | κουμπάριασε | ||
| γ' ενικ. | κουμπάριασε | θα κουμπαριάσει | να κουμπαριάσει | |||
| α' πληθ. | κουμπαριάσαμε | θα κουμπαριάσουμε | να κουμπαριάσουμε | |||
| β' πληθ. | κουμπαριάσατε | θα κουμπαριάσετε | να κουμπαριάσετε | κουμπαριάστε | ||
| γ' πληθ. | κουμπάριασαν κουμπαριάσαν(ε) |
θα κουμπαριάσουν(ε) | να κουμπαριάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κουμπαριάσει | είχα κουμπαριάσει | θα έχω κουμπαριάσει | να έχω κουμπαριάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κουμπαριάσει | είχες κουμπαριάσει | θα έχεις κουμπαριάσει | να έχεις κουμπαριάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κουμπαριάσει | είχε κουμπαριάσει | θα έχει κουμπαριάσει | να έχει κουμπαριάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κουμπαριάσει | είχαμε κουμπαριάσει | θα έχουμε κουμπαριάσει | να έχουμε κουμπαριάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κουμπαριάσει | είχατε κουμπαριάσει | θα έχετε κουμπαριάσει | να έχετε κουμπαριάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κουμπαριάσει | είχαν κουμπαριάσει | θα έχουν κουμπαριάσει | να έχουν κουμπαριάσει |
| |
Μεταφράσεις
κουμπαριάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.