κουμπαρούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουμπαρούλα οι κουμπαρούλες
      γενική της κουμπαρούλας
    αιτιατική την κουμπαρούλα τις κουμπαρούλες
     κλητική κουμπαρούλα κουμπαρούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουμπαρούλα < κουμπαρούλης + < υποκοριστικό του κουμπάρος < μεσαιωνική ελληνική κουμπάρος < βενετικά compare / ιταλικά compare < λατινικά compatrem, αιτιατική του compater < com- + pater

Ουσιαστικό

κουμπαρούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.