κουμπαράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κουμπαράς οι κουμπαράδες
      γενική του κουμπαρά των κουμπαράδων
    αιτιατική τον κουμπαρά τους κουμπαράδες
     κλητική κουμπαρά κουμπαράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
διάφοροι κουμπαράδες (1) σε σχήμα μικρού γουρουνιού

Ετυμολογία

κουμπαράς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kumbara < περσική خمبره (khum-barah) < خم (khum)

Προφορά

ΔΦΑ : /kum.baˈɾas/

Ουσιαστικό

κουμπαράς αρσενικό

  • κλειστό αντικείμενο με μικρή σχισμή που χρησιμοποιείται για να ρίχνουμε χρήματα για αποταμίευση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.