garçon

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

garçon < δημώδης λατινική garciónem

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡaʁ.sɔ̃/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
garçon garçons

garçon (fr) αρσενικό (θηλυκό fille)

  1. το παιδί, ο έφηβος
  2. (κατ’ επέκταση) το αγόρι, ο νεαρός
  3. (κατ’ επέκταση) ο άρρενας
  4. (κατ’ επέκταση) ο εργένης
  5. (επάγγελμα) ο σερβιτόρος, το γκαρσόν, το γκαρσόνι

Συνώνυμα

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.