profane
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- profane < λατινική profanum
Προφορά
- ΔΦΑ : /pʁɔ.fan/
Επίθετο
| ενικός | πληθυντικός |
| profane | profanes |
profane (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που δεν έχει σχέση με τη θρησκεία
- (πιο συνηθισμένο)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| profane | profanes |
profane (fr) αρσενικό
- άσχετος με τα θρησκευτικά θέματα
profane (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο μη μυημένος σε κάποια θρησκεία
- (πιο συνηθισμένο) γενικά, ο μη μυημένος σε κάτι
- ≈ συνώνυμα: non-initié
- ≠ αντώνυμα: initié
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.