κοπέλιν

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κοπέλιν < υποκοριστικό του κόπελος (υπηρέτης, προγονός) < αλβανική kopil (υπηρέτης, δούλος)[1]

Ουσιαστικό

κοπέλιν ουδέτερο

  1. αγόρι
  2. υπηρέτης

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.