φιλενάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλενάδα οι φιλενάδες
      γενική της φιλενάδας των φιλενάδων
    αιτιατική τη φιλενάδα τις φιλενάδες
     κλητική φιλενάδα φιλενάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλενάδα < πιθανόν σχηματίστηκε κατά το κουνιάδα από το φίλαινα (θηλ. του φίλου) ή από το φιλαινίς

Ουσιαστικό

φιλενάδα θηλυκό

  1. η φίλη
  2. το κορίτσι κάποιου, η αγαπημένη του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.