κοπελάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοπελάρα | οι | κοπελάρες |
| γενική | της | κοπελάρας | — | |
| αιτιατική | την | κοπελάρα | τις | κοπελάρες |
| κλητική | κοπελάρα | κοπελάρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοπελάρα < κοπέλι + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό
κοπελάρα θηλυκό
- όμορφη και ποθητή κοπέλα
- Φτου σου, κοπελάρα μου, ε ρε, τι μου κάνεις, πω, πω, πω, / έτσι μου γουστάρεις, έτσι σ’ αγαπώ (Από τραγούδι του Μιχάλη Σουγιούλ σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοπέλι
Μεταφράσεις
κοπελάρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.