κονίστρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κονίστρα | οι | κονίστρες |
| γενική | της | κονίστρας | των | κονιστρών |
| αιτιατική | την | κονίστρα | τις | κονίστρες |
| κλητική | κονίστρα | κονίστρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κονίστρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κονίστρα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈni.stɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐νί‐στρα
Ουσιαστικό
κονίστρα θηλυκό
- το μέρος της αρχαίας παλαίστρας που ήταν καλυμμένο με άμμο και μέσα στο οποίο διεξαγόταν ο αγώνας
- (μεταφορικά) στίβος, πεδίο στο οποίο δίνεται οποιοσδήποτε αγώνας, πολιτικός, πνευματικός κλπ
Συγγενικά
- Κονίστρες (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
κονίστρα
|
|
Αναφορές
- κονίστρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κονίστρᾱ | αἱ | κονίστραι | ||||
| γενική | τῆς | κονίστρᾱς | τῶν | κονιστρῶν | ||||
| δοτική | τῇ | κονίστρᾳ | ταῖς | κονίστραις | ||||
| αιτιατική | τὴν | κονίστρᾱν | τὰς | κονίστρᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | κονίστρᾱ | κονίστραι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κονίστρᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κονίστραιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κονίστρα < αρχαία ελληνική κονίζω
Πηγές
- κονίστρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.