κονίστρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονίστρα οι κονίστρες
      γενική της κονίστρας των κονιστρών
    αιτιατική την κονίστρα τις κονίστρες
     κλητική κονίστρα κονίστρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονίστρα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κονίστρα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈni.stɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κονίστρα

Ουσιαστικό

κονίστρα θηλυκό

  1. το μέρος της αρχαίας παλαίστρας που ήταν καλυμμένο με άμμο και μέσα στο οποίο διεξαγόταν ο αγώνας
  2. (μεταφορικά) στίβος, πεδίο στο οποίο δίνεται οποιοσδήποτε αγώνας, πολιτικός, πνευματικός κλπ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κονίστρ αἱ κονίστραι
      γενική τῆς κονίστρᾱς τῶν κονιστρῶν
      δοτική τῇ κονίστρ ταῖς κονίστραις
    αιτιατική τὴν κονίστρᾱν τὰς κονίστρᾱς
     κλητική ! κονίστρ κονίστραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κονίστρ
γεν-δοτ τοῖν  κονίστραιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονίστρα < αρχαία ελληνική κονίζω

Ουσιαστικό

κονίστρα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. χώρος καλυμμένος με χώμα
  2. αρένα σε σχολή πάλης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.