αρένα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρένα οι αρένες
      γενική της αρένας των αρένων
    αιτιατική την αρένα τις αρένες
     κλητική αρένα αρένες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρένα < (άμεσο δάνειο) ισπανική arena (άμμος)

Ουσιαστικό

αρένα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.