κολυμπώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κολυμπώ < μεσαιωνική ελληνική κολυμπῶ[1] [2] < αρχαία ελληνική κολυμβάω / κολυμβῶ < κόλυμβος < προελληνική [3]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.limˈbo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολυμπώ

Ρήμα

κολυμπώ

  1. επιπλέω και κινούμαι στο νερό με κινήσεις των χεριών και των ποδιών
  2. (μεταφορικά) έχω βυθιστεί σε κάποιο υγρό
  3. (μεταφορικά) έχω κάτι σε μεγάλη ποσότητα
    είναι πολύ πλούσιος, κολυμπάει στο χρυσάφι

Εκφράσεις

  • κολυμπάω στα βαθιά (νερά): ασχολούμαι με κάτι δύσκολο
  • κολυμπάω στα σκατά: έχω δυσκολίες

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κολυμπώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. κολυμπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. κόλυμβος - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.