κολύμβηση
Νέα ελληνικά (el)
_(5365311878).jpg.webp)
κολύμβηση στη Νεκρά Θάλασσα

αθλήτριες κολύμβησης
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κολύμβηση | οι | κολυμβήσεις |
| γενική | της | κολύμβησης* | των | κολυμβήσεων |
| αιτιατική | την | κολύμβηση | τις | κολυμβήσεις |
| κλητική | κολύμβηση | κολυμβήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κολυμβήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολύμβηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κολύμβη(σις) (ψάρεμα μαργαριταριών) + -ση[1] < κολυμβάω, -ῶ < κόλυμβος (κολυμβητής)
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈliɱ.vi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λύμ‐βη‐ση
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολυμπώ
Αναφορές
- κολύμβηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.