κολυμβητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κολυμβητικός η κολυμβητική το κολυμβητικό
      γενική του κολυμβητικού της κολυμβητικής του κολυμβητικού
    αιτιατική τον κολυμβητικό την κολυμβητική το κολυμβητικό
     κλητική κολυμβητικέ κολυμβητική κολυμβητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κολυμβητικοί οι κολυμβητικές τα κολυμβητικά
      γενική των κολυμβητικών των κολυμβητικών των κολυμβητικών
    αιτιατική τους κολυμβητικούς τις κολυμβητικές τα κολυμβητικά
     κλητική κολυμβητικοί κολυμβητικές κολυμβητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κολυμβητικός < αρχαία ελληνική κολυμβητικός

Επίθετο

κολυμβητικός

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.