κολυμπήθρα
Νέα ελληνικά (el)

πέτρινη κολυμπήθρα (1)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κολυμπήθρα | οι | κολυμπήθρες |
| γενική | της | κολυμπήθρας | των | κολυμπηθρών |
| αιτιατική | την | κολυμπήθρα | τις | κολυμπήθρες |
| κλητική | κολυμπήθρα | κολυμπήθρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολυμπήθρα < αρχαία ελληνική κολυμβήθρα
Ουσιαστικό
κολυμπήθρα θηλυκό
Εκφράσεις
- κολυμπήθρα του Σιλωάμ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολυμπώ
Μεταφράσεις
κολυμπήθρα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.