nager
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /na.ʒe/
- ⓘ
Ρήμα
nager (fr)
- (ναυτικός όρος) κωπηλατώ
- (πιο συνηθισμένο) κολυμπώ
- πλέω μέσα σε άφθονο υγρό
- (μεταφορικά) βρίσκομαι στην πληρότητα ενός αισθήματος ή μιας κατάστασης
- (οικείο) πλέω μέσα σε ένα ένδυμα
- (οικείο) τα έχω χαμένα, δεν ξέρω τι κάνω
Εκφράσεις
- Nager entre deux eaux. Παίζω σε δύο ταμπλό, εξασφαλίζω καλές σχέσεις με δύο κόμματα, αποφεύγω να πάρω θέση.
- Nager en eau trouble. Ξέρω να τα βγάζω πέρα από μια διφορούμενη, μπερδεμένη κατάσταση.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.