κολύμπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κολύμπι τα κολύμπια
      γενική του κολυμπιού των κολυμπιών
    αιτιατική το κολύμπι τα κολύμπια
     κλητική κολύμπι κολύμπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολύμπι < κολυμπ(ώ) + (αναδρομικός σχηματισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈlim.bi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολύμπι

Ουσιαστικό

κολύμπι ουδέτερο

  1. το να μετακινείται κάποιος επιπλέοντας μέσα στο νερό με κατάλληλες κινήσεις των χεριών και των ποδιών
      Ο Σωτήρης ήταν ο μόνος που ήξερε καλό κολύμπι και χαιρόταν τη θάλασσα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
     συνώνυμα: κολύμβηση
  2. το να πηγαίνει κάποιος στην παραλία, για να κολυμπήσει
     συνώνυμα: μπάνιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.