ακολύμπητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακολύμπητος η ακολύμπητη το ακολύμπητο
      γενική του ακολύμπητου της ακολύμπητης του ακολύμπητου
    αιτιατική τον ακολύμπητο την ακολύμπητη το ακολύμπητο
     κλητική ακολύμπητε ακολύμπητη ακολύμπητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακολύμπητοι οι ακολύμπητες τα ακολύμπητα
      γενική των ακολύμπητων των ακολύμπητων των ακολύμπητων
    αιτιατική τους ακολύμπητους τις ακολύμπητες τα ακολύμπητα
     κλητική ακολύμπητοι ακολύμπητες ακολύμπητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακολύμπητος < α- + κολυμπώ + -τος

Επίθετο

ακολύμπητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει κολυμπήσει
  2. που δεν είναι δυνατόν να κολυμπήσει κάποιος εκεί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.