ακολύμπητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακολύμπητος | η | ακολύμπητη | το | ακολύμπητο |
| γενική | του | ακολύμπητου | της | ακολύμπητης | του | ακολύμπητου |
| αιτιατική | τον | ακολύμπητο | την | ακολύμπητη | το | ακολύμπητο |
| κλητική | ακολύμπητε | ακολύμπητη | ακολύμπητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακολύμπητοι | οι | ακολύμπητες | τα | ακολύμπητα |
| γενική | των | ακολύμπητων | των | ακολύμπητων | των | ακολύμπητων |
| αιτιατική | τους | ακολύμπητους | τις | ακολύμπητες | τα | ακολύμπητα |
| κλητική | ακολύμπητοι | ακολύμπητες | ακολύμπητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ακολύμπητος, -η, -ο
- που δεν έχει κολυμπήσει
- που δεν είναι δυνατόν να κολυμπήσει κάποιος εκεί
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολυμπώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.