κολυμπίδια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κολυμπίδια | ||
| γενική | — | |||
| αιτιατική | τα | κολυμπίδια | ||
| κλητική | κολυμπίδια | |||
| Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κολυμπίδια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (παρωχημένο) τελετουργικό μπάνιο του νεογέννητου από τη μαμμή, τη νονά κ.λπ. την τρίτη μέρα από τη γέννησή του
- Τὴν ἐπαύριον ἦσαν Φῶτα. Τὴν ἄλλην ἡμέραν Ὁλόφωτα. Τὴν ἑσπέραν τῆς μεγάλης ἑορτῆς, ἅμα τῇ τριημερεύσει τῆς λεχοῦς καὶ τοῦ παιδίου, ἔβαλαν τὴν σκαφίδα κάτω εἰς τὸ πάτωμα καὶ τὴν ἐγέμισαν μὲ χλιαρὸν νερὸν βρασμένον μὲ δάφνας καὶ μὲ μύρτους. Ἐπρόκειτο νὰ τελέσουν τὰ κολυμπίδια τοῦ παιδίου. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Φώτα Ολόφωτα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολυμπώ
Μεταφράσεις
κολυμπίδια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.