κολύμπημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κολύμπημα | τα | κολυμπήματα |
| γενική | του | κολυμπήματος | των | κολυμπημάτων |
| αιτιατική | το | κολύμπημα | τα | κολυμπήματα |
| κλητική | κολύμπημα | κολυμπήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κολύμπημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.