κολυμβητήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κολυμβητήριο | τα | κολυμβητήρια |
| γενική | του | κολυμβητήριου & κολυμβητηρίου |
των | κολυμβητήριων & κολυμβητηρίων |
| αιτιατική | το | κολυμβητήριο | τα | κολυμβητήρια |
| κλητική | κολυμβητήριο | κολυμβητήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.liɱ.viˈti.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λυμ‐βη‐τή‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
κολυμβητήριο ουδέτερο
- πισίνα σε στεγασμένο ή ανοιχτό χώρο, όπου οι άνθρωποι κολυμπούν, προπονούνται στην κολύμβηση ή αγωνίζονται σε κολυμβητικούς αγώνες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κολυμπώ
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κολυμβητήριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
