νοβολάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νοβολάνος οι νοβολάνοι
      γενική του νοβολάνου των νοβολάνων
    αιτιατική τον νοβολάνο τους νοβολάνους
     κλητική νοβολάνε νοβολάνοι
Οι κλιτικοί τύποι, όπως στην κοινή νεοελληνική.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νοβολάνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

νοβολάνος αρσενικό (επτανησικό ιδίωμα) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  • (ιστορία, λογοτεχνικό) κολίγας
      Η Βοστίτσα έχει μεταβληθή εις πόλην χαροκόπων, μέχρις ότου οι νοβολάνοι αδειάσουν τα πουγκιά των και επανέλθουν κατηφείς εις την τακτικήν του δανεισμού από τους άρχοντας, οι οποίοι «ροφούν το αίμα των...».
    Τάσος Αθανασιάδης, Οι φρουροί της Αχαΐας, Τόμος 2ος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1975 απόσπασμα, σελ.215 [μεταγραφή σε μονοτονικό]

Συνώνυμα

  • καθαρεύουσα: ἐδαφονόμος (όρος στον Κώδικα Ιονίων Νήσων)

Συγγενικά

  • νόβελλο (καθαρεύουσα: νόβελλον, νούβελλον) [1]

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.