τσιφλίκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιφλίκι | τα | τσιφλίκια |
| γενική | του | τσιφλικιού | των | τσιφλικιών |
| αιτιατική | το | τσιφλίκι | τα | τσιφλίκια |
| κλητική | τσιφλίκι | τσιφλίκια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡siˈfli.ci/
Ουσιαστικό
τσιφλίκι ουδέτερο
- το αγρόκτημα μεγάλης εκτάσεως που ανήκε σε έναν ιδιοκτήτη (μεγαλογαιοκτήμονα) και το καλλιεργούσαν με υποχρεωτική εργασία χωρικοί (κολίγοι)
- ※ Υπήρχε ένα τσιφλίκι εκεί, ο πατέρας μου θα αναλάμβανε την επιστασία του. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
- (μεταφορικά) τομέας όπου κάποιος ασκεί αυθαίρετη εξουσία
Συγγενικά
- τσιφλικάς
- τσιφλικικός
- → δείτε τις λέξεις τσίφτης, τσιφτετέλι και τσιφτές
-
τσιφλίκι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.