lego
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- lego < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leg-. Συγγενές με το αρχαία ελληνική λέγω (=συλλέγω, μαζεύω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈle.ɡoː/
Ρήμα
lego (la) (lego - legi - lectum - legere)
Συγγενικά
- legentes
Κλίση
Γ' συζυγία (lego, legi, lectum, legere)
|
Πηγές
- lego - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.