κολεγιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κολεγιά | οι | κολεγιές |
| γενική | της | κολεγιάς | των | κολεγιών |
| αιτιατική | την | κολεγιά | τις | κολεγιές |
| κλητική | κολεγιά | κολεγιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολεγιά < (άμεσο δάνειο) λατινική collegium (αδελφότητα)
Μεταφράσεις
κολεγιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.