απλωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απλωμένος η απλωμένη το απλωμένο
      γενική του απλωμένου της απλωμένης του απλωμένου
    αιτιατική τον απλωμένο την απλωμένη το απλωμένο
     κλητική απλωμένε απλωμένη απλωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απλωμένοι οι απλωμένες τα απλωμένα
      γενική των απλωμένων των απλωμένων των απλωμένων
    αιτιατική τους απλωμένους τις απλωμένες τα απλωμένα
     κλητική απλωμένοι απλωμένες απλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απλωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απλώνω

Μετοχή

απλωμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη απλώνω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.