νεοκλασικιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοκλασικιστής οι νεοκλασικιστές
      γενική του νεοκλασικιστή των νεοκλασικιστών
    αιτιατική τον νεοκλασικιστή τους νεοκλασικιστές
     κλητική νεοκλασικιστή νεοκλασικιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεοκλασικιστής < νεοκλασικισμός + -ιστής

Ουσιαστικό

νεοκλασικιστής αρσενικό (θηλυκό νεοκλασικίστρια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.