μπαρόκ

Νέα ελληνικά (el)

Δείγμα παλατιού μπαρόκ αισθητικής (Αυστρία)

Ετυμολογία

μπαρόκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική baroque < πορτογαλική barroco

Προφορά

ΔΦΑ : /baˈɾok/

Ουσιαστικό

μπαρόκ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.