μπαρόκ
Νέα ελληνικά (el)

Δείγμα παλατιού μπαρόκ αισθητικής (Αυστρία)
Ετυμολογία
- μπαρόκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική baroque < πορτογαλική barroco
Προφορά
- ΔΦΑ : /baˈɾok/
Ουσιαστικό
μπαρόκ ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) καλλιτεχνική τεχνοτροπία του 17ου-18ου αιώνα που εμφανίστηκε στη Δυτική Ευρώπη μετά την Αναγέννηση και χαρακτηρίζεται από μια υπερβολή στην πολυτέλεια και τη διακόσμηση που αναδεικνύουν ένα επιβλητικό και πομπώδες ύφος
Συγγενικά
-
μπαρόκ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.