κλασικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλασικιστικός | η | κλασικιστική | το | κλασικιστικό |
| γενική | του | κλασικιστικού | της | κλασικιστικής | του | κλασικιστικού |
| αιτιατική | τον | κλασικιστικό | την | κλασικιστική | το | κλασικιστικό |
| κλητική | κλασικιστικέ | κλασικιστική | κλασικιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλασικιστικοί | οι | κλασικιστικές | τα | κλασικιστικά |
| γενική | των | κλασικιστικών | των | κλασικιστικών | των | κλασικιστικών |
| αιτιατική | τους | κλασικιστικούς | τις | κλασικιστικές | τα | κλασικιστικά |
| κλητική | κλασικιστικοί | κλασικιστικές | κλασικιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.jpg.webp)
το κλασικιστικό κτίριο του Βασιλικού Μουσείου Κεντρικής Αφρικής στο Βέλγιο
Ετυμολογία
- κλασικιστικός < κλασικιστής + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κλασικισμός και κλασικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.