κλεψιμαίικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κλεψιμαίικα
      γενική των κλεψιμαίικων
    αιτιατική τα κλεψιμαίικα
     κλητική κλεψιμαίικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλεψιμαίικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κλεψιμαίικος < ελληνιστική κοινή κλεψιμαῖος + -ικος

Ουσιαστικό

κλεψιμαίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κλεψιμαίικα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.