κλέπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κλέπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλέπτω ως δεύτερο συνθετικό -κλέπτω
Ρήμα
κλέπτω
- (παρωχημένο) η αρχαία μορφή του κλέβω και καθαρεύουσα: στην κοινή νεοελληνική, μόνον σε σύνθετα όπως
- υποκλέπτω, υποκλέπτομαι
- φοροκλέπτω
Συγγενικά
- κλεπτο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κλεπτο- στο Βικιλεξικό
- λόγια μορφή του κλεφτο-
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | 'κλέπτω | κλέπτομαι |
| Παρατατικός | ἐκλεπτον | ἐκλεπτόμην |
| Μέλλοντας | κλέψω | κλέψομαιενεργ.σημασία & κλεφθήσομαι |
| Αόριστος | ἔκλεψα | _ & ἐκλέφθην, β: ἐκλάπην |
| Παρακείμενος | κέκλοφα | κέκλεμμαι |
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- κλέπτω < πρωτοελληνική *klépťō < *κλέπ-jω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *klép-ye-ti < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *klep- (κλέβω)
Σύνθετα
ετυμολογικό πεδίο
κλεπ- κλεπτ- κλοπ- κλεψ-
κλεπ- κλεπτ- κλοπ- κλεψ-
σύνθετα του ρήματος
- ἀνακλέπτω
- ἀνθυποκλέπτω
- ἀντεκκλέπτω
- ἀποκλέπτω
- διακλέπτω
- εἰσκλέπτω
- ἐκκλέπτω
- καθυποκλέπτω
- παρακλέπτω
- παρυποκλέπτω
- προκλέπτω
- συγκλέπτω
- συνεκκλέπτω
- ὑπεκκλέπτω
- ὑποκλέπτω
Συγγενικά
θέμα με κλοπ-
- ἀκλοπεία
- ἄκλοπος
- ἀνδραποδοκλόπος
- ἀρχίκλοπος
- βοοκλόπος, βουκλόπος
- ἐπίκλοπος
- γαμοκλοπέω
- γαμοκλόπος
- κλοπά
- κλοπαῖος
- κλοπεία
- κλοπεῖον
- κλοπεύς
- κλοπεύω
- κλοπή
- κλοπικός
- κλοπιμαῖος
- κλόπιμος
- κλόπιος
- κλοποφορέω
- κλοποφόρημα
- κλοποφορία
- κλοπός
- κυνοκλόπος
- λογοκλοπία
- πανεπίκλοπος
- πυρικλοπία
- πυροκλοπία
- σταφυλοκλοπίδης
- ὑποκλοπέομαι
- ὑπόκλοπος
- φρενοκλοπέω
- φρενοκλόπος
θέμα με κλωψ-
θέμα με κλεψ-
|
κλέψ
|
|
θέμα με κλεπ-
- κλέπιμος
- κλέπος
θέμα με κλεπτ-
- -κλέπτης Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -κλέπτης στο Βικιλεξικό
- τα #Σύνθετα του ρήματος και
- ἄκλεπτος
- δραγματοκλεπτέω
- κλεπτάριον
- κλεπτέλεγχος
- κλεπτέον
- κλεπτέος
- κλεπτήρ
- κλέπτης & σύνθετα
- κλεπτίδης
- Κλεπτίδης
- κλεπτίζομαι
- κλεπτική
- κλεπτικός
- κλέπτις
- κλεπτίσκος
- κλεπτίστατος
- κλέπτον
- κλεπτός
- κλεπτοσύνη
- κλεπτοτελωνέω
- κλεπτοτρόφος
- κλέπτρια
Πηγές
- κλέπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κλέπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.