επίκρανο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίκρανο τα επίκρανα
      γενική του επίκρανου των επίκρανων
    αιτιατική το επίκρανο τα επίκρανα
     κλητική επίκρανο επίκρανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίκρανο < αρχαία ελληνική ἐπίκρανον < ἐπί + κράνος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱr̥h₂-(e)s-n- < *ḱerh₂- (κεφάλι, κέρας, κορυφή)

Ουσιαστικό

επίκρανο ουδέτερο

  1. (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) μαρμάρινη (ή από άλλο υλικό) κατασκευή τοποθετημένη στην κορυφή πεσσού ή παραστάδας
     δείτε τη λέξη κιονόκρανο
  2. (αρχαιοπρεπές) είδος κουκούλας ή κεφαλόδεσμου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.