κίων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| αρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| κῑων-, κῑον- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ | κίων | οἱ | κίονες | ||||
| γενική | τοῦ | κίονος | τῶν | κιόνων | ||||
| δοτική | τῷ | κίονῐ | τοῖς | κίοσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | κίονᾰ | τοὺς | κίονᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | κῖον | κίονες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κίονε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κιόνοιν | ||||||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. Θηλυκό στην Ιλιάδα ή ως ποιητικός τύπος. | ||||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κίων, ήδη μυκηναϊκή 𐀑𐀺 (ki-wo): *κίϜων. Συνδέεται με την παλαιά αρμενική սիւն (siwn) (αρμενική սյուն (syun)). Πιθανόν, δάνειο από κοινή πηγή.[1]
- Κατά τον Beekes[2] συνδέεται με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kiHu-. Σημειώνει ότι βάσει νεότερης έρευνας, η λέξη αναγνωρίζεται και σ' άλλους κλάδους γλωσσών (με τη σημασία «καλάμι του ποδιού»).
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
κιων- κιον-
κιων- κιον-
- ἀκίων
- ἀκροκιόνιον
- ἀμφικίων
- εὐκίων
- κιόκρανον
- κιονηδόν
- κιονικός
- κιόνιον
- κιονίς
- κιονίσκος
- κιονοειδής
- κιονόκρανον
- κιονοφορέω
- κιονοφορία
- κιονοφόρος
- μετακιόνιον
- περικιόνιος
- περικίων
- πολυκίων
- τετρακιόνιον
- τετρακίων
Δε σχετίζονται: το ρήμα κίω, κίον ούτε το προκιόνιον (προκιθώνιον)
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- κίων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κίων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.