κιονόκρανον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κιονόκρανον τὰ κιονόκραν
      γενική τοῦ κιονοκράνου τῶν κιονοκράνων
      δοτική τῷ κιονοκράν τοῖς κιονοκράνοις
    αιτιατική τὸ κιονόκρανον τὰ κιονόκραν
     κλητική ! κιονόκρανον κιονόκραν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιονοκράνω
γεν-δοτ τοῖν  κιονοκράνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κιονόκρανον < κίων + κρανίον

Ουσιαστικό

κιονόκρανον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • κιόκρανον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.