ευφάνταστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευφάνταστος | η | ευφάνταστη | το | ευφάνταστο |
| γενική | του | ευφάνταστου | της | ευφάνταστης | του | ευφάνταστου |
| αιτιατική | τον | ευφάνταστο | την | ευφάνταστη | το | ευφάνταστο |
| κλητική | ευφάνταστε | ευφάνταστη | ευφάνταστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευφάνταστοι | οι | ευφάνταστες | τα | ευφάνταστα |
| γενική | των | ευφάνταστων | των | ευφάνταστων | των | ευφάνταστων |
| αιτιατική | τους | ευφάνταστους | τις | ευφάνταστες | τα | ευφάνταστα |
| κλητική | ευφάνταστοι | ευφάνταστες | ευφάνταστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευφάνταστος < (ελληνιστική κοινή) εὐφάνταστος < εὐ- + φαντασία
Επίθετο
ευφάνταστος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από δημιουργική φαντασία
- ευφάνταστος ποιητής, ευφάνταστη αφήγηση
- (μειωτικά) για πρόσωπο που πλάθει φανταστικά γεγονότα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.