κεράσι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κεράσι | τα | κεράσια |
| γενική | του | κερασιού | των | κερασιών |
| αιτιατική | το | κεράσι | τα | κεράσια |
| κλητική | κεράσι | κεράσια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
![]() |
![]() Κεράσια σε κερασιά. |
Ετυμολογία
- κεράσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κεράσι(ν) < ελληνιστική κοινή κεράσιον < αρχαία ελληνική κερασός / κέρασος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ceˈɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρά‐σι
- ομόηχο: κεράσει
Παροιμίες
- όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι: να φέρεσαι επιφυλακτικά, όταν ακούς μεγάλες υποσχέσεις ή μεγάλα λόγια
Συγγενικά
- αγριοκερασιά
- αγριοκέρασο
- δαφνοκερασιά
- κερασάκι
- Κερασέα η δαφνοκέρασος
- κερασένιος
- κερασιά
- κερασί
- ξινοκέρασο
- πετροκερασιά
- πετροκέρασο
- τσέρι
- χαμοκερασιά
- χαμοκέρασο
- λήγουν σε -κέρασο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
-
κεράσι στη Βικιπαίδεια

- βύσσινο
Μεταφράσεις
κεράσι
|
Πηγές
- κεράσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κεράσι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

