βύσσινο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βύσσινο τα βύσσινα
      γενική του βύσσινου των βύσσινων
    αιτιατική το βύσσινο τα βύσσινα
     κλητική βύσσινο βύσσινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ώριμα βύσσινα (1) σε κλαδί

Ετυμολογία

βύσσινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αρχαία ελληνική βύσσινος < βύσσος

Ουσιαστικό

βύσσινο ουδέτερο

  1. (φρούτο) ο μικρός σφαιρικός καρπός του δέντρου της βυσσινιάς (Prunus cerasus)
  2. (γλυκό) είδος γλυκού που παρασκευάζεται από βύσσινα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • να λείπει το βύσσινο: έκφραση που δηλώνει πως δεν αποδεχόμαστε μια πρόταση που μας γίνεται, γιατί την θεωρούμε ασύμφορη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.