κεράσει

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ceˈɾa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεράσει
ομόηχο: κεράσι


Ρηματικός τύπος

κεράσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κερνώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κερνώ
  3. θα κεράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κερνώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.