πετροκερασιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πετροκερασιά | οι | πετροκερασιές |
| γενική | της | πετροκερασιάς | των | πετροκερασιών |
| αιτιατική | την | πετροκερασιά | τις | πετροκερασιές |
| κλητική | πετροκερασιά | πετροκερασιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πετροκερασιά θηλυκό
- (δέντρο) είδος κερασιάς, η κερασιά η γλυκόπικρη (Prunus avium juliana), (Prunus avium duracina)
Συγγενικά
- πετροκέρασο
- → και δείτε τις λέξεις κεράσι και πέτρα
Μεταφράσεις
πετροκερασιά
|
|
Πηγές
- πετροκερασιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πετροκερασιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.