κερασένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κερασένιος η κερασένια το κερασένιο
      γενική του κερασένιου της κερασένιας του κερασένιου
    αιτιατική τον κερασένιο την κερασένια το κερασένιο
     κλητική κερασένιε κερασένια κερασένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κερασένιοι οι κερασένιες τα κερασένια
      γενική των κερασένιων των κερασένιων των κερασένιων
    αιτιατική τους κερασένιους τις κερασένιες τα κερασένια
     κλητική κερασένιοι κερασένιες κερασένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κερασένιος < κεράσι + -ένιος

Επίθετο

κερασένιος

  1. που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κερασιάς
  2. που έχει το χρώμα του κερασιού
    κερασένιος (χρώμα):   
    κερασής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.