κατοικίδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατοικίδιος | η | κατοικίδια | το | κατοικίδιο |
| γενική | του | κατοικίδιου | της | κατοικίδιας | του | κατοικίδιου |
| αιτιατική | τον | κατοικίδιο | την | κατοικίδια | το | κατοικίδιο |
| κλητική | κατοικίδιε | κατοικίδια | κατοικίδιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατοικίδιοι | οι | κατοικίδιες | τα | κατοικίδια |
| γενική | των | κατοικίδιων | των | κατοικίδιων | των | κατοικίδιων |
| αιτιατική | τους | κατοικίδιους | τις | κατοικίδιες | τα | κατοικίδια |
| κλητική | κατοικίδιοι | κατοικίδιες | κατοικίδια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατοικίδιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοικίδιος (αρχαία σημασία: θεραπεία που μπορεί να γίνει στο σπίτι) < κατοκι- (κάτοικος) + -ίδιος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.tiˈci.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τοι‐κί‐δι‐ος
Επίθετο
κατοικίδιος, -α, -ο
- ('για ζώα) που είναι εξημερωμένος και μένει με τους ανθρώπους
- ↪ Ο σκύλος και η γάτα είναι κατοικίδια ζώα.
- Και ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο: το κατοικίδιο, τα κατοικίδια
Αναφορές
- κατοικίδιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κατοικίδιος | τὸ | κατοικίδιον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κατοικιδίου | τοῦ | κατοικιδίου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κατοικιδίῳ | τῷ | κατοικιδίῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κατοικίδιον | τὸ | κατοικίδιον | ||
| κλητική ὦ! | κατοικίδιε | κατοικίδιον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κατοικίδιοι | τὰ | κατοικίδιᾰ | ||
| γενική | τῶν | κατοικιδίων | τῶν | κατοικιδίων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κατοικιδίοις | τοῖς | κατοικιδίοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κατοικιδίους | τὰ | κατοικίδιᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κατοικίδιοι | κατοικίδιᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κατοικιδίω | τὼ | κατοικιδίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κατοικιδίοιν | τοῖν | κατοικιδίοιν | ||
| Σπάνια, θηλυκό κατοικιδία. | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κατοικίδιος, -ος, -ον
- (για θεραπεία) που μπορεί να γίνει στο σπίτι
- οικιακός
- (ελληνιστική σημασία) κατοικίδιος, που ζει στο σπίτι (για ζώα)
Αναφορές
- s.v. «κάτοικος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- κατοικίδιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατοικίδιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.