κατοικίδιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατοικίδιος η κατοικίδια το κατοικίδιο
      γενική του κατοικίδιου της κατοικίδιας του κατοικίδιου
    αιτιατική τον κατοικίδιο την κατοικίδια το κατοικίδιο
     κλητική κατοικίδιε κατοικίδια κατοικίδιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατοικίδιοι οι κατοικίδιες τα κατοικίδια
      γενική των κατοικίδιων των κατοικίδιων των κατοικίδιων
    αιτιατική τους κατοικίδιους τις κατοικίδιες τα κατοικίδια
     κλητική κατοικίδιοι κατοικίδιες κατοικίδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατοικίδιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατοικίδιος (αρχαία σημασία: θεραπεία που μπορεί να γίνει στο σπίτι) < κατοκι- (κάτοικος) + -ίδιος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.tiˈci.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατοικίδιος

Επίθετο

κατοικίδιος, -α, -ο

  • ('για ζώα) που είναι εξημερωμένος και μένει με τους ανθρώπους
    Ο σκύλος και η γάτα είναι κατοικίδια ζώα.
    Και ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο: το κατοικίδιο, τα κατοικίδια

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / κατοικίδιος τὸ κατοικίδιον
      γενική τοῦ/τῆς κατοικιδίου τοῦ κατοικιδίου
      δοτική τῷ/τῇ κατοικιδί τῷ κατοικιδί
    αιτιατική τὸν/τὴν κατοικίδιον τὸ κατοικίδιον
     κλητική ! κατοικίδιε κατοικίδιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ κατοικίδιοι τὰ κατοικίδι
      γενική τῶν κατοικιδίων τῶν κατοικιδίων
      δοτική τοῖς/ταῖς κατοικιδίοις τοῖς κατοικιδίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς κατοικιδίους τὰ κατοικίδι
     κλητική ! κατοικίδιοι κατοικίδι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κατοικιδίω τὼ κατοικιδίω
      γεν-δοτ τοῖν κατοικιδίοιν τοῖν κατοικιδίοιν
Σπάνια, θηλυκό κατοικιδία.
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατοικίδιος < (κάτοικος) κατοικ- + -ίδιος[1]

Επίθετο

κατοικίδιος, -ος, -ον

  1. (για θεραπεία) που μπορεί να γίνει στο σπίτι
  2. οικιακός
  3. (ελληνιστική σημασία) κατοικίδιος, που ζει στο σπίτι (για ζώα)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. s.v. «κάτοικος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.