κατιόν
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.tiˈon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τι‐όν
- ομόηχο: κατιών
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατιόν | τα | κατιόντα |
| γενική | του | κατιόντος | των | κατιόντων |
| αιτιατική | το | κατιόν | τα | κατιόντα |
| κλητική | κατιόν | κατιόντα | ||
| Κατηγορία όπως «παρόν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- κατιόν < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cation < αρχαία ελληνική κατιόν, ουδέτερο της μετοχής κατιών του κάτειμι < εἶμι
Ουσιαστικό
κατιόν ουδέτερο
- (φυσική) θετικά φορτισμένο ιόν, που έλκεται από την κάθοδο κατά την ηλεκτρόλυση εξ ου και η ονομασία του
- (φυσική, συνεκδοχικά) οποιοδήποτε άτομο ή ομάδα ατόμων που φέρουν θετικό φορτίο
Αντώνυμα
Ετυμολογία 2
- κατιόν: κλιτικός τύπος
Πηγές
- κατιόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατιόν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- s.v. ιόν - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.