κατιονικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατιονικός | η | κατιονική | το | κατιονικό |
| γενική | του | κατιονικού | της | κατιονικής | του | κατιονικού |
| αιτιατική | τον | κατιονικό | την | κατιονική | το | κατιονικό |
| κλητική | κατιονικέ | κατιονική | κατιονικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατιονικοί | οι | κατιονικές | τα | κατιονικά |
| γενική | των | κατιονικών | των | κατιονικών | των | κατιονικών |
| αιτιατική | τους | κατιονικούς | τις | κατιονικές | τα | κατιονικά |
| κλητική | κατιονικοί | κατιονικές | κατιονικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατιονικός < κατιόν, (αντιδάνειο) αγγλική cationic
Επίθετο
κατιονικός, -η, -ο
- (χημεία): ο σχετικός με κατιόν
- κατιονικός πολυμερισμός, κατιονικό σύμπλοκο
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.