κατιόντες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | κατιόντες | ||
| γενική | των | κατιόντων | ||
| αιτιατική | τους | κατιόντες | ||
| κλητική | κατιόντες | |||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- κατιόντες < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κατιόντες < αρχαία ελληνική κατιόντες, πληθυντικός αριθμός του κατιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος κάτειμι < κατά + εἶμι
Αντώνυμα
Ετυμολογία 2
- κατιόντες: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.