φορτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φορτισμένος | η | φορτισμένη | το | φορτισμένο |
| γενική | του | φορτισμένου | της | φορτισμένης | του | φορτισμένου |
| αιτιατική | τον | φορτισμένο | τη | φορτισμένη | το | φορτισμένο |
| κλητική | φορτισμένε | φορτισμένη | φορτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φορτισμένοι | οι | φορτισμένες | τα | φορτισμένα |
| γενική | των | φορτισμένων | των | φορτισμένων | των | φορτισμένων |
| αιτιατική | τους | φορτισμένους | τις | φορτισμένες | τα | φορτισμένα |
| κλητική | φορτισμένοι | φορτισμένες | φορτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φορτισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φορτίζω
Μετοχή
φορτισμένος, -η, -ο
- συσκευή που είναι πλήρης ηλεκτρικού φορτίου, είναι γεμάτη (ηλεκτρισμό), έχει φορτισθεί επαρκώς
- άτομο, κατάσταση, ατμόσφαιρα που είναι τεταμένη, επιβαρύνεται με συναισθηματική ένταση, μεγάλη νευρικότητα
- ↪ Συζήτησαν σε μια ιδιαίτερα φορτισμένη ατμόσφαιρα και τελικά δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν.
- ↪ Καβγαδίσαμε στα καλά καθούμενα γιατί ήρθε στο σπίτι πολύ φορτισμένος από το γραφείο.
- (χημεία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.