φιλόψογος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φιλόψογος | η | φιλόψογη | το | φιλόψογο |
| γενική | του | φιλόψογου | της | φιλόψογης | του | φιλόψογου |
| αιτιατική | τον | φιλόψογο | τη | φιλόψογη | το | φιλόψογο |
| κλητική | φιλόψογε | φιλόψογη | φιλόψογο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φιλόψογοι | οι | φιλόψογες | τα | φιλόψογα |
| γενική | των | φιλόψογων | των | φιλόψογων | των | φιλόψογων |
| αιτιατική | τους | φιλόψογους | τις | φιλόψογες | τα | φιλόψογα |
| κλητική | φιλόψογοι | φιλόψογες | φιλόψογα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φιλόψογος < αρχαία ελληνική φιλόψογος < φίλος και ψόγος
Επίθετο
φιλόψογος
- που συνηθίζει να κατηγορεί εύκολα τους άλλους
Μεταφράσεις
φιλόψογος
|
|
Πηγές
- φιλόψογος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.