tir
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| tir | tirs |
Ουσιαστικό
tir (fr) αρσενικό
- ο πυροβολισμός
- (συνεκδοχικά) χώρος σκοποβολής
- (αθλητισμός) το σουτ, το σουτάρισμα, η βολή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη tirer
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.