αλλεπάλληλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλλεπάλληλος | η | αλλεπάλληλη | το | αλλεπάλληλο |
| γενική | του | αλλεπάλληλου | της | αλλεπάλληλης | του | αλλεπάλληλου |
| αιτιατική | τον | αλλεπάλληλο | την | αλλεπάλληλη | το | αλλεπάλληλο |
| κλητική | αλλεπάλληλε | αλλεπάλληλη | αλλεπάλληλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλλεπάλληλοι | οι | αλλεπάλληλες | τα | αλλεπάλληλα |
| γενική | των | αλλεπάλληλων | των | αλλεπάλληλων | των | αλλεπάλληλων |
| αιτιατική | τους | αλλεπάλληλους | τις | αλλεπάλληλες | τα | αλλεπάλληλα |
| κλητική | αλλεπάλληλοι | αλλεπάλληλες | αλλεπάλληλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
.
Ετυμολογία
- αλλεπάλληλος < (ελληνιστική κοινή) ἀλλεπάλληλος
Επίθετο
αλλεπάλληλος (πιο συχνό στον πληθυντικό)
- ο απανωτός, ο ένας μετά τον άλλο, ο επαναλαμβανόμενος αδιάκοπα, χωρίς διακοπή, συνήθως για κάτι δυσάρεστο ή που καταντά δυσάρεστο λόγω της επιμονής
- Ο αλλεπάλληλος δανεισμός
- Οι αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί, πόντοι, δανεισμοί, τραυματισμοί
- Οι αλλεπάλληλες βολές, αναποδιές, ενοχλήσεις, πιέσεις, μηνύσεις, ανατιμήσεις, πυρκαγιές
- Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της μοίρας, μπουμπουνητά, τηλεφωνήματα, κρούσματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.